- φιλοποιητικός
- φῐλοποι-ητικός, ή, όν,A good at making friends, conciliatory, only in Adv.
φιλοποητικῶς Phld.Herc.1251.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοποητικῶς Phld.Herc.1251.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοποιητικός — ή, όν, Α [φιλοποιῶ] αυτός που κάνει εύκολα φίλους. επίρρ... φιλοποιητικῶς Α κατά τρόπο φιλοποιητικό … Dictionary of Greek